Τι σημαίνει η λέξη “βλάμης”;

2023-11-11

Η λέξη ενδέχεται να προέρχεται από την αλβανική λέξη (vlam = αδελφοποιητός) και χρησιμοποιείται σε όλη την Ελλάδα.

Ήταν ο πρώτος βαθμός για τους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Στην κατώτερη βαθμίδα ιεραρχίας βρίσκονταν οι "βλάμηδες" ή "αδελφοποιητοί", οι οποίοι αποτελούνταν από αγράμματους ραγιάδες, ενώ λίγο πιο ψηλά βρίσκονταν οι "συστημένοι", οι οποίοι ήταν εγγράμματοι.  

Αφού ελέγχονταν η φιλοπατρία τους και η αφοσίωσή τους στην υπόθεση της λευτεριάς, τους πλησίαζαν οι ιερείς και άρχιζαν να τους κατηχούν πλάγια στους σκοπούς της εταιρίας. Πριν τελειώσει η υπόθεση του προσηλυτισμού, ο βλάμης έπρεπε να ορκιστεί…. 

Σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή τον ''μάγκα'' που είναι έτοιμος για καβγά. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι οι «βλάμηδες», οι αδερφοποιητοί δηλαδή, ήταν έτοιμοι για καβγά χάριν του φίλου τους. Ήταν, δηλαδή (αμοιβαία) οι ''νταήδες'' (τουρκικά : dayi, νταηλίκι =ειρωνικά παλικαριά).

Η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει τον άνθρωπο που έχει ανδρεία, καθώς και το φιλότιμο.

Τον συναντάμε σε δεκαπέντε τίτλους τραγουδιών. Ένας από αυτούς είναι το "Είμαστε φίλοι" του 1953 (Συνθέτης: Παπαϊωάννου, Τραγούδι: Ντάλια, Καλλέργης, Βούλγαρης, Στιχουργός: Βασιλειάδης), που αναφέρει:

Κάθισε βλάμη για να τα πιούμε,
απόψε θέλω αχ να ξηγηθούμε.
είμαστε φίλοι και δεν αξίζει,
μία γυναίκα να μας χωρίζει.

Και ένας άλλος χαρακτηριστικός τίτλος ειναι ο "Βλάμης απ΄το Μιλάνο". 

Αγγελία έστειλε βλάμης απ' το Μιλάνο
στη πιτσιρίκα π' αγαπά
πως κάνω για τον Πειραιά
και λίμπα θα τα κάνω

Επίσης, αν ανατρέξουμε στην ιστοσελίδα με τίτλος "ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ", μπορουμε να βρούμε την ετυμολογία της λέξης, ως εξής:

βλάμης [ Κάτου, Γ. -- Λεξικό της Λαϊκής και Περιθωριακής Γλώσσας ]

βλάμης, ο, θηλ. βλάμισσα, η, ουσ. [<αλβαν. vlam (= αδελφοποιτός) + κατάλ. -ης]. 1α. ο αδερφικός φίλος και γενικά ο φίλος, ο σύντροφος: «την ώρα που 'ταν να κλείσει το μαγαζί, μπήκαν δυο βλάμηδες μέσα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε, βλάμη, για να τα πούμε, απόψε θέλω να ξηγηθούμε· είμαστε φίλοι και δεν αξίζει μία γυναίκα να μας χωρίζει). Συνών. αδερφοποιτός (2) / μπράτιμος / σταυραδερφός. β. ο ερωμένος, ο εραστής: «μπορεί να μην είναι όμορφη γυναίκα, αλλά έχει κι αυτή το βλάμη της». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα πάνω σύρμα κάτω παίζω εγώ τον μπαγλαμά και η βλάμισσα χορεύει όμορφο καρσιλαμά). 2. παλικάρι καθώς πρέπει, ο λεβέντης, ο μάγκας: «εντάξει, ρε βλάμη, αφού το λες εσύ σε πιστεύω». (Λαϊκό τραγούδι: μη θες με 'με να μπερδευτείς, αμάν, αυτό μη το γυρεύεις, γιατί είμ' ο βλάμης του Ψυρρή, στο λέγω να το ξέρεις). 3α. τιμητική ή φιλική προσφώνηση: «βρε, καλώς το βλάμη!». β. προσφώνηση αντί ονόματος σε άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πού βγάζει αυτός ο δρόμος, ρε βλάμη;». Υποκορ. βλαμάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: μες στην ταβέρνα τα βλαμάκια, βρε παιδιά, ο καθένας κι ένα πόνο έχει στην καρδιά).

βλάμης [ Τριανταφυλλίδης, Μ. -- Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας ]

βλάμης ο [vlámis] O11 θηλ. βλάμισσα [vlámisa] O27 : (λαϊκ., παρωχ.) 1. αδελφοποιτός, σταυραδερφός. 2. φίλος, σύντροφος. 3. παλικαράς, μάγκας, κουτσαβάκης. 4. εραστής. 

Επικοινωνία

Email

konstantinos.bl@outlook.com

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Για να μαθαίνετε πρώτοι τα νέα μου...

Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε